- προσόρμισις
- προσόρμισιςcoming to anchorfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσόρμισιν — προσόρμισις coming to anchor fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόρμιση — η / προσόρμισις, ίσεως, ΝΜΑ [προσορμίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσορμίζω, η αγκυροβολία ενός πλοίου στις υπήνεμες περιοχές ενός όρμου μσν. προσέγγιση … Dictionary of Greek
προσορμίσεως — προσορμίσεω̆ς , προσόρμισις coming to anchor fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσορμίσῃ — προσορμίσηι , προσόρμισις coming to anchor fem dat sg (epic) προσορμίζομαι aor subj mid 2nd sg προσορμίζομαι aor subj act 3rd sg προσορμίζομαι fut ind mid 2nd sg προσορμίζω bring aor subj mid 2nd sg προσορμίζω bring aor subj act 3rd sg προσορμίζω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)